Ικαρία Ελλάδα

Ικαρία

Η Ικαρία ή Νικαριά, όπως τη θέλουν οι Καριώτες και οι εραστές της, φημισμένη από την αρχαιότητα για τις ιαματικές πηγές της, είναι ένα νησί μεσαίου μεγέθους στο Βορειοανατολικό Αιγαίο με 7.500 κατοίκους περίπου και έκταση 270 τ.χλμ.. Μαζί με τους Φούρνους, αποτελούν την Επαρχία Ικαρίας της Περιφερειακής Ενότητας Σάμου (πρώην Νομός Σάμου) της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.

Στους αρχαίους χρόνους το νησί ονομαζόταν Μάκρις και Δολίχη, λόγω του επιμήκους σχήματός του, καθώς και Ιχθυόεσσα, λόγω της αφθονίας του σε ψάρια. Το σημερινό όνομα του νησιού συνδέθηκε με το μύθο του Ικάρου, που έπεσε κοντά στις ακτές του στην πρώτη του προσπάθεια να πετάξει. Ιστορικά όμως, επικρατεί η άποψη ότι προήλθε από τη φοινικική λέξη «Ικώρ», που σημαίνει τόπος με πολλά ψάρια.

Η Ικαρία, το νησί των θαυματουργών νερών, με την παρθένα και άγρια φύση του, επιφυλάσσει στον επισκέπτη ευχάριστες εκπλήξεις. Το θαυμάσιο κλίμα της, τα ξεχωριστής ομορφιάς τοπία της, οι βαθύσκιωτες ρεματιές της με τα κρυστάλλινα τρεχούμενα νερά, οι ελκυστικές ακρογιαλιές της και η δροσερή καθάρια θάλασσα του ξακουστού Ικάριου Πελάγους, τα φημισμένα πανηγύρια της και ο “διονυσιακός” Ικαριώτικος χορός της με τα τσαλίμια του, η ξεχωριστή παραδοσιακή αρχιτεκτονική και οικιστική δομή της- «σπίτι όσο χωρείς και περιβόλι όσο θωρείς» – συνθέτουν όλα τα στοιχεία εκείνα που την κάνουν έναν εξαιρετικά ωραίο τόπο διαμονής με άφθαστες καλλονές και μοναδικές εμπειρίες.

Μα πάνω απ’ όλα, κάθε επισκέπτης θα πρέπει να είναι έτοιμος να δεχθεί απλόχερα τη ζεστή Καριώτικη φιλοξενία και την απλή Καριώτικη καλοσύνη, για να μπορέσει να γνωρίσει τις παραδόσεις, τα έθιμα και την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά αυτού του τόπου. Η Ικαρία, πρόσφατα, έγινε παγκόσμια γνωστή για τη μακροβιότητα των κατοίκων της, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου ζωής τους (Bluezones).

Ικαρία Ιστορία

Οι πρώτοι κάτοικοι της Ικαρίας, όπως και των άλλων νησιών του Αιγαίου, ήταν Λέλεγες και Πελασγοί. Ακολούθησε επιδρομή των Καρών από την Καρία της Μικράς Ασίας, λαού πολεμικού που εγκαταστάθηκε μόνιμα μέχρι που τους έδιωξαν οι Ίωνες. Η Ικαρία γνώρισε και πολλούς άλλους επιδρομείς και κατακτητές: πειρατές, Γενοβέζους, Φράγκους και Τούρκους.

Εζησε εποχές μεγάλης ακμής, και οι 3 αρχαίες πόλεις της: Θέρμαι, τα σημερινά Θέρμα, Δράκανον, το σημερινό Φανάρι ή Φάρος και Οινόη, ο σημερινός Κάμπος (γνωστός κι ως Δολίχη από τους βυζαντινούς χρόνους), γνώρισαν μέρες μεγάλης δόξας. Μεγάλη φήμη είχε και το Ταυροπόλιο, όπου λατρευόταν η θεά Αρτεμις, στο σημερινό όρμο Νας.

Ομως, έζησε και εποχές τρομακτικών καταστροφών, και έφτασε ως το τελευταίο σκαλοπάτι της παρακμής. Η μικρή πόλη Λαγκάδα υπήρξε η «κιβωτός της Ικαριακής επιβίωσης» στους δύσκολους καιρούς της πειρατείας στο Αιγαίο, γιατί η θέση της ήταν τέτοια που έδινε την εντύπωση ότι το νησί ήταν έρημο. Βοήθησε σ’ αυτό κι ο μικρός οικισμός Κουμαρό στην ίδια περιοχή.

Η Ικαρία γνώρισε δύο περιόδους Τουρκοκρατίας. Τελικά, στις 17 Ιουλίου του 1912, της Αγίας Μαρίνας, ημέρα εθνικής εορτής για το νησί, οι Ικαριώτες, μόνοι τους, ξεσηκώθηκαν σύσσωμοι και έσπασαν τον Τουρκικό ζυγό. Για λίγους μήνες, ως το Νοέμβρη του ίδιου έτους, το νησί οργανώθηκε με δικό του στρατό, αστυνομία, σύνταγμα, γραμματόσημα και εθνικό ύμνο, ως ανεξάρτητο κράτος με το όνομα «Ελευθέρα Πολιτεία της Ικαρίας». Στις 5 Νοεμβρίου 1912, η Ικαρία ενώθηκε με τη μητέρα Ελλάδα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ικαριακή διάλεκτος, παρόλο που δεν έτυχε ακόμα ολοκληρωμένης μελέτης. Όπως ανέδειξε ο μεγάλος γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζηδάκης, διατηρεί ακέραιες σχεδόν λέξεις και εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που δε συναντιούνται σε άλλη σύγχρονη τοπική διάλεκτο του ελληνικού χώρου. Αυτό, από μόνο του, αποτελεί μία ισχυρή ένδειξη, κατά τους ιστορικούς, ότι το νησί κατοικείται συνεχώς από τα προϊστορικά χρόνια χωρίς να εγκαταλειφθεί ποτέ.

Σημαντικά συγγράμματα για την ιστορία της Ικαρίας αποτελούν τα βιβλία:
“Η Ιστορία της Νήσου Ικαρίας” Από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι τη σύγχρονη εποχή, του γαμπρού και λάτρη της Ικαρίας, Νομικού, Ιστορικού, Συγγραφέα και Πολιτικού Ιωάννη Π. Μελά (1955 – επανέκδοση 2001),
“Η Ιστορία της Νήσου Ικαρίας” Από των προϊστορικών χρόνων μέχρι της ενώσεως της νήσου μετά της Ελλάδος (1912), του Νομικού, Συγγραφέα, Πολιτικού και ηγετικής φυσιογνωμίας της Ικαριακής Επανάστασης του 1912, Χαράλαμπου Γ. Παμφίλη (επιμ. Αθ. Χ. Παμφίλη-Καρούζου, 1980),
“Η Αρχαία Ικαρία” Από τους προϊστορικούς έως τους μεσαιωνικούς χρόνους, του Καθηγητή Πανεπιστημίου της Αμερικής, Ικαριακής καταγωγής, Αντώνη Ι. Παπαλά (2002).
“Ικαριακά Σύμμεικτα”, εικονογραφημένη μελέτη για την αρχαιολογία, την ιστορία, τον πολιτισμό, το περιβάλλον, την κοινωνία της Ικαρίας από τη νεολιθική έως τη σημερινή εποχή, του Ιστορικού, Αρχαιολόγου, τέως Καθηγητή και έκτακτου Επιμελητή Αρχαιοτήτων Ικαρίας, Ιδρυτή του Λαογραφικού – Ιστορικού Μουσείου Ικαρίας, Θεμιστοκλή Θ. Κατσαρού (Εταιρεία Ικαριακών Μελετών, 2006).
“ΙΚΑΡΙΑ ἡ Ἀνεμόεσσα” ΜΥΘΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ, Οδηγός Έκθεσης Αρχαιολογικού Μουσείου Αγίου Κηρύκου, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Εφορεία Αρχαιοτήτων Σάμου και Ικαρίας (2014).

Ικαρία Οικισμοί και Κατοικία

Οικιστική Δομή

Η κατανομή των οικισμών στην Ικαρία, δεν ακολουθεί τα συνήθη πρότυπα της συγκέντρωσης – πυκνής δόμησης στον ελληνικό χώρο. Η παρέκκλιση αυτή, της διάσπαρτης δόμησης και του χαλαρού οικιστικού ιστού, συνδέεται τόσο με τη γεωμορφολογία της όσο και με την ιστορία της.

Η Ικαρία κατοικείται συνεχώς από τη νεολιθική περίοδο μέχρι σήμερα, όπως υποστηρίζουν οι ιστορικοί. Από πολύ νωρίς, η ανάγκη προστασίας και επιβίωσης, οδήγησε τους κατοίκους της, σε αντίθεση με τη συσπείρωση και την οχύρωση που αποτέλεσε τακτική άμυνας στα περισσότερα νησιά, στην απόκρυψη, εκμεταλλευόμενοι τα ιδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά του νησιού, (όπως, το γεγονός ότι ήταν αλίμενο, δεν είχε, δηλαδή, φυσικά λιμάνια για εύκολη και ασφαλή πρόσδεση πλοίων, κι είχε έντονο ορεινό περιβάλλον με σημεία μη ορατά από τη θάλασσα). Η επιλογή τους αυτή διαμόρφωσε τον ιδιόμορφο αυτό τρόπο δόμησης, της διασποράς, που χαρακτηρίζει μέχρι και σήμερα τους 70 και πλέον οικισμούς της.

Η Ικαριακή αντίληψη για το οικιστικό περιβάλλον αποτυπώνεται στην τοπική λαϊκή ρήση: «Σπίτι όσο χωρείς και περιβόλι όσο θωρείς», δηλ. σπίτι μικρό, ικανό για προστασία και περιβόλι μέχρι εκεί που φθάνει η ματιά, ικανό για επιβίωση.
Σε κάθε κτήμα, κεντρικά, βρίσκεται η κατοικία με τις αυλές και τα υποστατικά της. Γύρω από αυτά διατάσσεται το μποστάνι, ο χώρος για τα οπωροφόρα δέντρα και τα χωράφια. Λόγω των μεγάλων κλίσεων του εδάφους, διαμορφώνονται πεζούλες, για τις καλλιέργειες. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η αυτάρκεια της κάθε οικογένειας σε είδη διατροφής, στο πλαίσιο μιας κλειστής οικονομίας.

Αρχιτεκτονική Κατοικίας

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρχιτεκτονική της Ικαριακής κατοικίας, που έχει επηρεασθεί, όπως είναι φυσικό, από τρεις κύριους παράγοντες: τα διαθέσιμα υλικά, τις ασχολίες των κατοίκων και το κλίμα. Η κυρίαρχη, όμως, παράμετρος, με τη βασικότερη επιρροή στη μορφολογία των κτιρίων, ήταν η ανάγκη προστασίας από εξωτερικούς κινδύνους (ειδικότερα τις επιδρομές των πειρατών).

Χαρακτηριστικό δείγμα Ικαριακής κατοικίας των εποχών της πειρατοκρατίας αποτελεί το “χυτό” σπίτι. χαμηλό πέτρινο σπίτι με μονόρικτη κεκλιμένη στέγη, από σχιστόπλακες ή πλάκες γρανίτη, κτισμένο σε ορεινές περιοχές χωρίς συνδετική ύλη και επίχρισμα, «ξερολιθιά», που εξασφάλιζε την απόλυτη ένταξη του κτίσματος στο βραχώδες περιβάλλον. Εσωτερικά, το χυτό σπίτι αποτελούταν από μακρόστενο ενιαίο χώρο που κάλυπτε τις βασικές ανάγκες της οικογένειας (από το μαγείρεμα μέχρι τον ύπνο).

Ο τοίχος προς την πλευρά του υψώματος είχε ύψος 1,5-2,0μ. ενώ προς τη μεριά της θάλασσας 1-1,5μ.. Χωρίς παράθυρα και με μικρή χαμηλή πόρτα στην πιο κοντή όψη, την πρόσοψη, είχε μόνο ένα μικρό άνοιγμα στην οροφή, τον “ανηφάντη”, συνήθως και αυτό σκεπασμένο, που χρησίμευε για το φωτισμό και αερισμό του χώρου. Η πρόσοψη προστατευόταν πάντοτε από ένα ψηλό πέτρινο τοίχο, τον αυλότοιχο, που εμπόδιζε την αναλαμπή της εστίας και το φώς του λύχνου τη νύχτα να γίνονται αντιληπτά από τους πειρατές.

Σε καιρό επιδρομών, η οικογένεια ξύλωνε από το εσωτερικό του σπιτιού συγκεκριμένο σημείο του πίσω τοίχου και κρυβόταν στη συνεχόμενη υπόγεια κρυψώνα, γνωστή ως “χωστοκέλι”, αφού πρώτα έβαζε τις πέτρες του τοίχου πάλι στη θέση τους. Στο χωστοκέλι φυλάσσονταν πάντα αποθέματα τροφών.

Με το πέρασμα των χρόνων, εξελίσσεται το μονόχωρο αντιπειρατικό σπίτι με προσθήκη, δίπλα του, δεύτερου δωματίου ή διώροφου κτίσματος με μία κάμαρα σε κάθε όροφο, το “κατώι” και το “ανώι” ή “πύργο” ή” πυργάρι”. Ο πύργος επικοινωνεί με το χυτό εξωτερικά με μία πέτρινη σκάλα.

 

 Περισσότερα στοιχεία και φωτογραφικό υλικό για την οικιστική δομή και την αρχιτεκτονική της κατοικίας στην Ικαρία μπορεί να αναζητήσει κανείς στο αναλυτικό και τεκμηριωμένο πόνημα “Η ΠΑΡAΔOΣΙΑΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟΜΟΡΦΟ ΚΤΙΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ” του Ικαριώτη Πολιτικού Μηχανικού, Γιώργου Ν. Κόκκινου, ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση και διεύθυνση του νεοϊδρυθέντος Πολεοδομικού Γραφείου της Ικαρίας επί δεκατρία χρόνια. Ο συγγραφέας επιχειρεί με διεισδυτική ματιά και βαθιά γνώση, να καταγράψει τους βασικούς τύπους, τις μορφές και τις ιδιαιτερότητες της παραδοσιακής ικαριώτικης κατοικίας καθώς και να περιγράψει και να ερμηνεύσει την ιδιόμορφη πολεοδομική συγκρότηση των οικισμών του νησιού, παρουσιάζοντας, σε σημαντικό βαθμό, πρωτότυπο υλικό. (Εταιρεία Ικαριακών Μελετών, 2005 – επανέκδοση 2020).